- ψαραετός
- ο, Νζωολ. κοινή ονομασία τού ιερακόμορφου πτηνού Pandion haliaetus, που τρέφεται με ψάρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαράς + αετός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανδίων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους 50 γιους του Αιγύπτου και της Ηφαιστίνης, που τον σκότωσε η σύζυγός του Δαναΐδα Καλλιδίκη. 2. Γιος του Φινέα, βασιλιά της Θράκης, από την πρώτη σύζυγό του Κλεοπάτρα. Ο πατέρας του τον τύφλωσε μαζί με… … Dictionary of Greek